Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Πρωί Δευτέρας. Σήμερα αποφάσισα να μην πάω στη δουλειά. Τι πιο ωραίο και πιο σάπιο από το να διαγράφεις το πρωινό της Δευτέρας. Ίσως να είναι η χειρότερη στιγμή της εβδομάδας. Μακάριοι οι αργόσχολοι του πρωινού της Δευτέρας. Όσο και να χαλαρώσεις μέσα στο σουκου, η Δευτέρα έχει μια άλλη χάρη. Ειδικά όταν όλοι οι υπόλοιποι είναι στις δουλειές τους. Σαν να τραβάνε όλο το άγχος της πόλης μαζί τους και αυτό που μένει πίσω να μπορούν να το απολαύσουν μόνο οι διαλεχτοί, οι χριστοί, the chosen ones! Και τι μένει πίσω; η απόλυτη αταραξία, νηνεμία, το εκνευριστικό τίποτα (για αυτούς που τρέχουν από πεποίθηση) και το απόλυτο περιβάλλον δημιουργίας (για τους δημιουργικά αργόσχολους).

Ιορδάνης Κοραθάς

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Και βρίσκεσαι ξαφνικά μπροστά στο κλασσικό δίλημμα. Τη γυναίκα ή τη γκόμενα? Πόσοι και πόσοι το αντιμετώπισαν πριν από εσένα, κι όμως κάποια ερωτήματα μένουν με αιωρούμενες απαντήσεις, χωρίς κάποιος να έχει απαντήσει βασισμένος σε αδιάρρηκτη αναντίρρητη λογική. Τις προάλλες το είδα σε ένα πεπαλαιωμένο ελληνικό σήριαλ της κρατικής τηλεόρασης, ο μπαμπάς ψαράς έχει τσίτα ερωτευτεί την τριανταπεντάρα με το κόκκινο φόρεμα που αποφασίζει να παρατήσει τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά για να την πάρει και να φύγουν μακριά. Τελευταία στιγμή το μετανιώνει, αφήνει στα κρύα του λουτρού την γκόμενα και γυρίζει σπίτι του. Ο τηλεθεατής μένει ικανοποιημένος με την ηθική του βιοπαλαιστή μπαμπά, παίρνει αγκαλιά τη γυναίκα του και κοιμούνται όλοι ήσυχοι το βράδυ. Μετά το είδα ξανά στο Cul-De-Sac του Πολάνσκι (τι ταινιάρα κι αυτή). Στο φινάλε, ο πρωταγωνιστής μας δίνει μια ακόμη πληροφορία, η οποία αποσαφηνίζει όλο το παρελθόν του, έχει παρατήσει τη γυναίκα του για χάρη μιας πιτσιρίκας και έχουν απομονωθεί σε ένα πύργο, η λοιπή υπόθεση δεν είναι της παρούσης. Το θέμα είναι ότι αυτός παράτησε τη γυναίκα του και πήγε με την πιτσιρίκα, όμως η πιτσιρίκα τον παράτησε. Δηλαδή κι εδώ δίνεται στον θεατή η ίδια σχεδόν απάντηση (ίσως βέβαια, αυτή τη φορά είναι λόγω δραματικότητας). Η επικρατούσα ηθική, τουλάχιστον της Δυτικής κοινωνίας, επιτάσσει να μην αφήσεις την οικογένειά σου, να μην αφήσεις την γυναίκα σου για χάρη μιας άλλης. Έστω κι αν είσαι ερωτευμένος με αυτή την άλλη? Ναι, βέβαια! Έστω κι αν είσαι ερωτευμένος, γιατί έρωτας είναι και περνάει. Κι εδώ είναι που εγώ κάτι χάνω. Και γιατί να περάσει ο έρωτας? Αυτό δεν υποτίθεται ότι είναι το ανώτερο συναίσθημα, αυτό που κάνει τον κόσμο να γυρίζει? Τι χάνω πάλι εγώ?
Από την άλλη, προφανώς κι εγώ δεν έχω απάντηση, αλλά μου κάνει λίγο άδικο να μην τίθεται καν το ερώτημα, να είναι προδεδικασμένη η απόφαση. Γιατί δηλαδή προδικάζουμε τον κακομοιρούλη που τα παράτησε όλα για να ζήσει τον ερωτά του? Γιατί στη θέση του βλέπουμε πάντα τον Βασίλη Λογοθετίδη στην Κάλπικη Λύρα? Να σου κάνω εγώ ρε φίλε μια ερώτηση. Είσαι παντρεμένος και έχεις βαρεθεί τη ζωή σου, ή μάλλον όχι, ας μην το κάνω τόσο ακραίο, περνάς καλά και έχεις κάνει τη βολή σου. Έχεις κάθε μέρα ζεστό φαγητό, έχεις έναν άνθρωπο όμορφο δίπλα σου, έχεις καλό σεξ, αλλά! Αλλά σπάει ο διάολος το ποδάρι του και γνωρίζεις μια υπεργκόμενα η οποία σε εντυπωσιάζει με τον χαρακτήρα της και την προσωπικότητά της και σε γουστάρει κι αυτή…
Να μην πας μαζί της δηλαδή, να το μετανιώνεις μια ζωή…
Δεν μου ακούγεται και πολύ λογικό. Αν πας αργότερα στον ψυχολόγο σου γιατί περνάς την κρίση των πενήντα, θα σου πει ότι έχεις απωθημένα, πολλά απωθημένα και έχεις καταπιέσει τον εαυτό σου με αποτέλεσμα να κλατάρεις. Δηλαδή πως θα γίνει? Ξέρεις πως μου ακούγεται εμένα? Λες και όταν αποφασίσεις να μείνεις με μια γυναίκα, τέλος. Δεν πρόκειται να σηκώσεις ξανά τα μάτια σου να δεις άλλη. Αναρωτιέμαι, δεν αλλάζει ο άνθρωπος? Πρέπει να πάρεις μια απόφαση, είτε αφήνεις τη παλιά σου ζωή είτε συνεχίζεις όπως ήσουν με την ελπίδα να μην ανέβει η γαμημένη φυσαλίδα στον εγκέφαλο. Και ξέρεις πια είναι η μοναδική διέξοδος που σου δίνει η καταπληκτική κοινωνία μας? Μπορείς να κάνεις μια εξωσυζυγική σχέση. Ναι βέβαια! Αυτή είναι η λύση. Να κοροϊδεύεις ταυτόχρονα την γυναίκα σου, τη γκόμενα και τον ίδιο τον εαυτό σου! και δεν φτάνει αυτό, να έχεις και την κοινωνική κατακραυγή, διότι ναι μεν καλά έκανες και δεν διέλυσες το σπίτι σου, αλλά ρε φίλε…δεν είναι σωστό. Ξέρεις που καταλήγω εγώ? Αν έχεις βλέψεις να μείνει το όνομά σου στις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας γραμμένο με χρυσά γράμματα (αν είσαι ο Μπάρακ Ομπάμα δηλαδή), μείνε πιστός στη γυναίκα σου, για να μην μπορεί να σε προσβάλει κάνεις. σε κάθε άλλη περίπτωση, οι επιλογές σου είναι περιορισμένες. Παίρνεις πούλο και το βουλώνεις.

Και κάτι τελευταίο. Μην πάρεις το κείμενο στα σοβαρά (καλά όχι ότι θα το έπαιρνες). Είναι αστείο. Είναι γεμάτο τρύπες και φλυαρίες. Θα ήθελα να το διορθώσω, αλλά πάλι όχι. Προτιμώ να γράφω ότι μου έρχεται ασυνάρτητα. Την δική μου ψυχοθεραπεία κάνω εδώ, δεν θα το διορθώσω κι όλας. Λέω δυο τρεις ασυνάρτητες μαλακιές και ξεσκάω. Φανταστικέ μου αναγνώστη, ελπίζω να μείνει για πάντα έτσι η σχέση μας. Εγώ με το μεγάλο στόμα και τις αλλόκοτες ιδέες κι εσύ με το συγκαταβατικό αυτί και τα ραμμένα χείλη.

Ιορδάνης Κοραθάς

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010


Πήρα πρωί πρωί το αυτοκίνητό μου με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης των Αθηνών. Το ήξερα από την αρχή ότι έπρεπε να αντιμετωπίσω την κίνηση στο δρόμο μέχρι να φτάσω στο μετρό (όχι δεν είμαι από αυτούς τους τυχερούς που έχουν μια στάση μετρό έξω από την πόρτα τους), θα ψάξω ώρα να βρω θέση να παρατήσω τον κουβά μου (ήδη αρχίζω και εκνευρίζομαι πάλι) και θα στριμωχθώ στο μετρό για να φτάσω στο κέντρο όπου δεν πήγαινα για τουρισμό αλλά για δουλεία. Όταν επιτέλους έφτασα στις σκάλες του μετρό, χτύπησε το τηλέφωνό μου και μίλαγα μέχρι που κατέβηκα (και πάλι για δουλειά). Και κάπου εκεί που οι κυλιόμενες έφταναν στο προορισμό τους, αντίκρισα μια θεία παρουσία με ψηλά τακούνια και ένα κοντό φλοράλ φορεματάκι. Θέλω να περιγράψω το φορεματάκι γιατί έχει σημασία για το υπόλοιπο της ιστορίας, ήταν από αυτά τα καλοκαιρινά κομμάτια που αφήνουν ακάλυπτους τους ώμους και πολύ μεγάλο μέρος πάνω από τα γόνατα. Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι έσφιγγε κάτω από το μπούστο της κοπέλας και από εκεί και κάτω ήταν πολύ χαλαρό και ανοικτό (δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα). Μόλις λοιπόν πέρασε η κοπέλα, σκέφτηκα ότι ίσως να ήταν καλύτερα να μην προχωρήσω πιο βαθιά μέσα στη τρύπα του τυφλοπόντικα, αλλά να περιμένω εκεί ώστε να μην χάσω το σήμα (υποτίθεται ότι ακόμα μιλάω στο τηλέφωνο) και την οπτική μου επαφή. Όπερ και εγένετο, δεν σταμάτησα όμως να κοιτάζω (αρκετά αδιάκριτα μάλιστα) την νεανίδα στις σκάλες να κυλάει προς τα πάνω. Μέσα μου ήλπιζα (ότι και κάθε υγιείς αντρικός οργανισμός) όταν θα έφτανε σε κάποιο υψηλό σημείο να έχω ορατότητα σε αυτό το κομμάτι πανιού που θα έπρεπε να έχει πρόσβαση μόνο ο επίσημος δικαιούχος. Όταν πια έφτασε αρκετά ψηλά, άρχισα να συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι δεν θα σταθώ τόσο τυχερός, αφού οι σκάλες δεν είχαν την κατάλληλη κλίση ώστε να μου προσφέρουν το θέαμα που επιθυμούσα. Στιγμιαία άρχισα να δυσφορώ και να αναλογίζομαι πως είναι δυνατόν – τη στιγμή που το 90% των μηχανικών παγκοσμίως είναι άρρενες – να μην έχουν προβλέψει αυτή τη λεπτομέρεια. Μήπως είναι κατασκευασμένες από αυτούς τους κοντοπίθαρους κινέζους? Και λίγο πριν τελειώσω τον συλλογισμό μου και ενώ το κορίτσι είναι σχεδόν έτοιμο να κάνει το πρώτο της βήμα στο επίπεδο της γης, φυσάει ένα γλυκό αεράκι (Σορόκος θα ήταν) και της σηκώνει τόσο δα το φόρεμα, τόσο ώστε να μπορώ μόνο εγώ να απολαύσω τα καλλίγραμμα πόδια της που στερέωναν έναν ολοστρόγγυλο βγαλμένο από σκίτσα του Μανάρα ποπό. Συνοδευόταν μάλιστα και από ένα λευκό στρινγκ με κόκκινα λουλουδάκια (αυτό μπορεί να είναι και δική μου επινόηση). Μόνο για ένα δευτερόλεπτο, μόνο. Κι όμως, εμένα μου έφτιαξε τον μήνα! Τι όμορφος που είναι ο Αύγουστος στην πόλη!

Ιορδάνης Κοραθάς